Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἡ ποικιλτική

См. также в других словарях:

  • ποικιλτικῇ — ποικιλτικός skilful in embroidery fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποικιλτική — ποικιλτικός skilful in embroidery fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξυλοποικιλτική — Είναι η εργασία κατά την οποία επικολούνται σε ξύλινη βάση, λεπτές πλάκες από ξύλο, ή από μέταλλο ή άλλη ύλη σε διάφορα χρώματα με τα οποία σχηματίζονται ορισμένα σχέδια. Η ξ. τέχνη εμφανίστηκε πρώτα κατά τον Μεσαίωνα. Αρχικά περιορίζονταν στην… …   Dictionary of Greek

  • πλουμαρίσσιμος — ον, Α κεντημένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. plumarius «ποικιλτής» (το οποίο εκλαμβάνεται και ως επίθετο, πρβλ. λατ. plumaria ars «ποικιλτική τέχνη») + κατάλ. υπερθ. βαθμού issimus] …   Dictionary of Greek

  • ποικιλτικός — ή, ό / ποικιλτικός, ή, όν, ΝΜΑ [ποικιλτής] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ποικιλτή ή στην τέχνη τού ποικιλτή, στη διακόσμηση υφασμάτων κυρίως με κεντήματα 2. το θηλ. ως ουσ. η ποικιλτική (με ή χωρίς τη λέξη τέχνη) η τέχνη τού ποικιλτή, τής …   Dictionary of Greek

  • πολυμιταρικός — ή, όν, Α το θηλ. ως ουσ. ἡ πολυμιταρική (ενν. τέχνη) η ποικιλτική*, η τέχνη τής ύφανσης πολύχρωμων υφασμάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + μιτάριον «εξάρτημα του αργαλειού» (< μίτος) + κατάλ. ικός] …   Dictionary of Greek

  • ποικιλτικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται στην ποικιλία: Ποικιλτική τέχνη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»