-
1 ποικιλτική
-
2 ποικιλτικῇ
-
3 ποικιλτική
η вышивание -
4 ποικιλτική
ποικιλτικόςskilful in embroidery: fem nom /voc sg (attic epic ionic) -
5 ποικιλτικός
ποικιλτικός, zum Sticker, zum Sticken gehörig, dazu geschickt; ἡ ποικιλτική, sc. τέχνη, Stickerkunft, Stickerei, Sp., wie D. Hal. C. V. 3 E. – Adv., Poll. 7, 34.
-
6 πολυμιταρική
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πολυμιταρική
-
7 ποικιλτικός
ποικιλτικός, zum Sticker, zum Sticken gehörig, dazu geschickt; ἡ ποικιλτική, sc. τέχνη, Stickerkunft, Stickerei
См. также в других словарях:
ποικιλτικῇ — ποικιλτικός skilful in embroidery fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποικιλτική — ποικιλτικός skilful in embroidery fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξυλοποικιλτική — Είναι η εργασία κατά την οποία επικολούνται σε ξύλινη βάση, λεπτές πλάκες από ξύλο, ή από μέταλλο ή άλλη ύλη σε διάφορα χρώματα με τα οποία σχηματίζονται ορισμένα σχέδια. Η ξ. τέχνη εμφανίστηκε πρώτα κατά τον Μεσαίωνα. Αρχικά περιορίζονταν στην… … Dictionary of Greek
πλουμαρίσσιμος — ον, Α κεντημένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. plumarius «ποικιλτής» (το οποίο εκλαμβάνεται και ως επίθετο, πρβλ. λατ. plumaria ars «ποικιλτική τέχνη») + κατάλ. υπερθ. βαθμού issimus] … Dictionary of Greek
ποικιλτικός — ή, ό / ποικιλτικός, ή, όν, ΝΜΑ [ποικιλτής] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ποικιλτή ή στην τέχνη τού ποικιλτή, στη διακόσμηση υφασμάτων κυρίως με κεντήματα 2. το θηλ. ως ουσ. η ποικιλτική (με ή χωρίς τη λέξη τέχνη) η τέχνη τού ποικιλτή, τής … Dictionary of Greek
πολυμιταρικός — ή, όν, Α το θηλ. ως ουσ. ἡ πολυμιταρική (ενν. τέχνη) η ποικιλτική*, η τέχνη τής ύφανσης πολύχρωμων υφασμάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + μιτάριον «εξάρτημα του αργαλειού» (< μίτος) + κατάλ. ικός] … Dictionary of Greek
ποικιλτικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται στην ποικιλία: Ποικιλτική τέχνη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)